- φαραγγωδης
- φαραγγώδηςφᾰραγγ-ώδης21) изрезанный ущельями, овражистый, обрывистый
(τόπος Arst., Plut., Diod.)
2) текущий по ущельям(ποταμός Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τόπος Arst., Plut., Diod.)
(ποταμός Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαραγγώδης — full of chasms masc/fem acc pl (attic epic doric) φαραγγώδης full of chasms masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φαραγγώδης full of chasms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγώδης — ες / φαραγγώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φάραγξ, γγος] όμοιος με φαράγγι ή γεμάτος φαράγγια μσν. αρχ. (για φυτά) αυτός που φύεται στα φαράγγια … Dictionary of Greek
φαραγγώδει — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut dat sg φαραγγώδεϊ , φαραγγώδης full of chasms dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγώδη — φαραγγώδης full of chasms neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φαραγγώδης full of chasms masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγῶδες — φαραγγώδης full of chasms masc/fem voc sg φαραγγώδης full of chasms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγώδεις — φαραγγώδης full of chasms masc/fem acc pl φαραγγώδης full of chasms masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγωδῶν — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγώδεσι — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγώδους — φαραγγώδης full of chasms masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek